- ξερολιθιά
- η [ξερολίθι]τοίχος που χτίζεται με λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα, χωρίς λάσπη, ξηρολιθοδομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Φολεγάνδρου — Ένα πρωτότυπο Λαογραφικό και Οικολογικό Μουσείο λειτουργεί από το 1988 στην Άνω Mεριά Φολεγάνδρου. Σε μικρή απόσταση από το Kάστρο, ένα στενό μονοπάτι θα σας οδηγήσει σ’ ένα αγροτόσπιτο, το οποίο, μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα και τα εξαρτήματα… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αγραμάδα — η περίφραγμα αγρού, αυλής κ.λπ., που αποτελείται από άχτιστες πέτρες, ξερολιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. agraman] … Dictionary of Greek
αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την … Dictionary of Greek
ερμακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 436 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής. * * * ἑρμακιά, ἡ (Α) [έρμαξ] αιμασία*. τοίχος κατασκευασμένος με πέτρες μικρές και μεγάλες χωρίς χρησιμοποίηση λάσπης, ξερολιθιά… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
λιθένδυση — η, και λιθένδυτο, το η επένδυση με λιθοδομή, με ή χωρίς κονίαμα, που γίνεται σε κατωφερείς επιχωματώσεις για συγκράτηση τής πτώσης τών χωμάτων, αλλ. λιθιά, ξερολιθιά … Dictionary of Greek